• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

εξουθενωμένος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Μετοχή
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

πτώση ενικός
ονομαστική εξουθενωμένος εξουθενωμένη εξουθενωμένο
γενική εξουθενωμένου εξουθενωμένης εξουθενωμένου
αιτιατική εξουθενωμένο εξουθενωμένη εξουθενωμένο
κλητική εξουθενωμένε εξουθενωμένη εξουθενωμένο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική εξουθενωμένοι εξουθενωμένες εξουθενωμένα
γενική εξουθενωμένων εξουθενωμένων εξουθενωμένων
αιτιατική εξουθενωμένους εξουθενωμένες εξουθενωμένα
κλητική εξουθενωμένοι εξουθενωμένες εξουθενωμένα

  Ετυμολογία Επεξεργασία

εξουθενωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος εξουθενώνω, εξουθενώνομαι

  ΜετοχήΕπεξεργασία

εξουθενωμένος, -η, -ο

  • που έχει εξουθενωθεί, που έχει καταπονηθεί υπερβολικά




  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    εξουθενωμένος
  • γαλλικά : exténué (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=εξουθενωμένος&oldid=4068116"
Τελευταία επεξεργασία στις 19 Αυγούστου 2019, στις 19:59

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 19 Αυγούστου 2019, στις 19:59.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie