Ετυμολογία

επεξεργασία
εξουθενώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος εξουθενώνω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.ksu.θeˈno.no.me/

εξουθενώνομαι

  1. κουράζομαι υπερβολικά, μπαϊλντίζομαι
  2. εκμηδενίζομαι, ξοδεύομαι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία