εξουθενώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξουθενώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος εξουθενώνω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.ksu.θeˈno.no.me/
Ρήμα
επεξεργασίαεξουθενώνομαι
- κουράζομαι υπερβολικά, μπαϊλντίζομαι
- εκμηδενίζομαι, ξοδεύομαι
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξουθενώνομαι | εξουθενωνόμουν(α) | θα εξουθενώνομαι | να εξουθενώνομαι | ||
β' ενικ. | εξουθενώνεσαι | εξουθενωνόσουν(α) | θα εξουθενώνεσαι | να εξουθενώνεσαι | (εξουθενώνου) | |
γ' ενικ. | εξουθενώνεται | εξουθενωνόταν(ε) | θα εξουθενώνεται | να εξουθενώνεται | ||
α' πληθ. | εξουθενωνόμαστε | εξουθενωνόμαστε εξουθενωνόμασταν |
θα εξουθενωνόμαστε | να εξουθενωνόμαστε | ||
β' πληθ. | εξουθενώνεστε | εξουθενωνόσαστε εξουθενωνόσασταν |
θα εξουθενώνεστε | να εξουθενώνεστε | (εξουθενώνεστε) | |
γ' πληθ. | εξουθενώνονται | εξουθενώνονταν εξουθενωνόντουσαν |
θα εξουθενώνονται | να εξουθενώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξουθενώθηκα | θα εξουθενωθώ | να εξουθενωθώ | εξουθενωθεί | ||
β' ενικ. | εξουθενώθηκες | θα εξουθενωθείς | να εξουθενωθείς | εξουθενώσου | ||
γ' ενικ. | εξουθενώθηκε | θα εξουθενωθεί | να εξουθενωθεί | |||
α' πληθ. | εξουθενωθήκαμε | θα εξουθενωθούμε | να εξουθενωθούμε | |||
β' πληθ. | εξουθενωθήκατε | θα εξουθενωθείτε | να εξουθενωθείτε | εξουθενωθείτε | ||
γ' πληθ. | εξουθενώθηκαν εξουθενωθήκαν(ε) |
θα εξουθενωθούν(ε) | να εξουθενωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εξουθενωθεί | είχα εξουθενωθεί | θα έχω εξουθενωθεί | να έχω εξουθενωθεί | εξουθενωμένος | |
β' ενικ. | έχεις εξουθενωθεί | είχες εξουθενωθεί | θα έχεις εξουθενωθεί | να έχεις εξουθενωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει εξουθενωθεί | είχε εξουθενωθεί | θα έχει εξουθενωθεί | να έχει εξουθενωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εξουθενωθεί | είχαμε εξουθενωθεί | θα έχουμε εξουθενωθεί | να έχουμε εξουθενωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε εξουθενωθεί | είχατε εξουθενωθεί | θα έχετε εξουθενωθεί | να έχετε εξουθενωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εξουθενωθεί | είχαν εξουθενωθεί | θα έχουν εξουθενωθεί | να έχουν εξουθενωθεί |