Ετυμολογία

επεξεργασία
εξουθενώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος εξουθενώνω

εξουθενώνομαι

  1. κουράζομαι υπερβολικά, μπαϊλντίζομαι
  2. εκμηδενίζομαι, ξοδεύομαι

Μεταφράσεις

επεξεργασία