παραλείπω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παραλείπω < αρχαία ελληνική παραλείπω
Ρήμα επεξεργασία
παραλείπω
- αφήνω, είτε σκόπιμα είτε ακούσια, κάποιον ή κάτι έξω από ένα σύνολο
- (συνεκδοχικά) αναφορικά με κάποια ενέργεια: ξεχνώ
Εκφράσεις επεξεργασία
- τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
παραλείπω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
παραλείπω