παραλειπόμενα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | παραλειπόμενα | ||
γενική | των | παραλειπόμενων & παραλειπομένων | ||
αιτιατική | τα | παραλειπόμενα | ||
κλητική | παραλειπόμενα | |||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παραλειπόμενα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου παραλειπόμενος στον πληθυντικό, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος παραλείπω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.ɾa.liˈpo.me.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐λει‐πό‐με‐να
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαραλειπόμενα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- ό,τι έχει παραλειφθεί να ειπωθει ή να γίνει γνωστό και γνωστοποιείται αργότερα
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Παλαιά Διαθήκη στη Βικιπαίδεια , για τα βιβλία των Παραλειπόμενων Α΄ και Β΄
Μεταφράσεις
επεξεργασία παραλειπόμενα
|
Κλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαπαραλειπόμενα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους (παραλειπόμενο) του παραλειπόμενος