ενεστώτας pass over
γ΄ ενικό ενεστώτα passes over
αόριστος passed over
παθητική μετοχή passed over
ενεργητική μετοχή passing over

  Ετυμολογία

επεξεργασία
pass over < → δείτε τις λέξεις pass και over

pass over (en)

  • παραλείπω, αποφασίζω να μην προβιβάσω κάποιον σε μια δουλειά, ειδικά όταν το αξίζει ή πιστεύει ότι το αξίζει
    ⮡  He was passed over in recent promotions in favor of Smith.
    Παραλείφθηκε στις τελευταίες προαγωγές για χάρη του Σμιθ.