fail
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | fail |
γ΄ ενικό ενεστώτα | fails |
αόριστος | failed |
παθητική μετοχή | failed |
ενεργητική μετοχή | failing |
Ρήμα
επεξεργασίαfail (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) αποτυγχάνω σε κάποια προσπάθεια
- ↪ The scientists are investigating why the experiment failed.
- Οι επιστήμονες ερευνούν γιατί το πείραμα απέτυχε.
- ↪ The scientists are investigating why the experiment failed.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) αποτυγχάνω σε μάθημα· κόβω, απορρίπτω, δίνω απορριπτικό βαθμό σε μαθητή
- ↪ I failed in math.
- Απότυχα στα μαθηματικά.
- ↪ He failed half the class.
- Έκοψε τη μισή τάξη.
- ↪ She failed the student.
- Απέρριψε τον μαθητή.
- ↪ I failed in math.
- (αμετάβατο) παραλείπω, δεν κάνω κάτι
- (αμετάβατο) χαλάω, για μηχανήματα, παύω να λειτουργώ σωστά
- ↪ The brakes failed and I ran into a tree.
- Χάλασαν τα φρένα κι έπεσα σ' ένα δέντρο.
- ↪ The brakes failed and I ran into a tree.
- (αμετάβατο) αδυνατίζω, λιγοστεύω, για υγεία, όραση ή φως
- ↪ His eyesight is failing.
- Η όρασή του αδυνατίζει.
- ↪ Daylight was failing and nighttime was falling.
- Το φως λιγόστευε και η νύχτα έπεφτε.
- ↪ His eyesight is failing.
- (αμετάβατο) χαλάω, δεν είμαι αρκετός όταν χρειάζεται ή αναμένεται
- ↪ The cotton crop failed.
- Η σοδειά μπαμπακιού χάλασε.
- ↪ The cotton crop failed.
- (αμετάβατο) χρεοκοπώ, για μια εταιρεία που δεν μπορεί να συνεχίσει
- ↪ Dozens of banks failed.
- Δεκάδες τράπεζες χρεοκόπησαν.
- ↪ Dozens of banks failed.