ενεστώτας fail
γ΄ ενικό ενεστώτα fails
αόριστος failed
παθητική μετοχή failed
ενεργητική μετοχή failing

fail (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) αποτυγχάνω σε κάποια προσπάθεια
    ⮡  The scientists are investigating why the experiment failed.
    Οι επιστήμονες ερευνούν γιατί το πείραμα απέτυχε.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) αποτυγχάνω σε μάθημα· κόβω, απορρίπτω, δίνω απορριπτικό βαθμό σε μαθητή
    ⮡  I failed in math.
    Απότυχα στα μαθηματικά.
    ⮡  He failed half the class.
    Έκοψε τη μισή τάξη.
    ⮡  She failed the student.
    Απέρριψε τον μαθητή.
  3. (αμετάβατο) παραλείπω, δεν κάνω κάτι
    ⮡  I failed to mention that…
    Παράλειψα να αναφέρω ότι…
    ⮡  I will not fail to write him.
    Δεν θα παραλείψω να του γράψω.
     συνώνυμα:  neglect και omit
  4. (αμετάβατο) χαλάω, για μηχανήματα, παύω να λειτουργώ σωστά
    ⮡  The brakes failed and I ran into a tree.
    Χάλασαν τα φρένα κι έπεσα σ' ένα δέντρο.
  5. (αμετάβατο) αδυνατίζω, λιγοστεύω, για υγεία, όραση ή φως
    ⮡  His eyesight is failing.
    Η όρασή του αδυνατίζει.
    ⮡  Daylight was failing and nighttime was falling.
    Το φως λιγόστευε και η νύχτα έπεφτε.
  6. (αμετάβατο) χαλάω, δεν είμαι αρκετός όταν χρειάζεται ή αναμένεται
    ⮡  The cotton crop failed.
    Η σοδειά μπαμπακιού χάλασε.
  7. (αμετάβατο) χρεοκοπώ, για μια εταιρεία που δεν μπορεί να συνεχίσει
    ⮡  Dozens of banks failed.
    Δεκάδες τράπεζες χρεοκόπησαν.