Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας fail
γ΄ ενικό ενεστώτα fails
αόριστος failed
παθητική μετοχή failed
ενεργητική μετοχή failing

  Ρήμα επεξεργασία

fail (en)

  1. αποτυγχάνω (σε κάποια προσπάθεια)
  2. αποτυγχάνω (σε μάθημα), μένω
  3. (αμετάβατο) παραλείπω, δεν κάνω κάτι
    I failed to mention that…
    Παράλειψα να αναφέρω ότι…
    I will not fail to write him.
    Δεν θα παραλείψω να του γράψω.
     συνώνυμα:  neglect και omit
  4. (για μηχανήματα) χαλάω, παύω να λειτουργώ σωστά

  Πηγές επεξεργασία