fail
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
fail (en)
- αποτυγχάνω (σε κάποια προσπάθεια)
- αποτυγχάνω (σε μάθημα), μένω
- (μεταβατικό) κόβω, απορρίπτω, δίνω απορριπτικό βαθμό σε μαθητή
- δεν ανταποκρίνομαι σε υποχρέωσή μου
- (για μηχανήματα) χαλάω, παύω να λειτουργώ σωστά