ενεστώτας neglect
γ΄ ενικό ενεστώτα neglects
αόριστος neglected
παθητική μετοχή neglected
ενεργητική μετοχή neglecting

neglect (en)

  1. αμελώ, παραμελώ
  2. (επίσημο) παραλείπω, αποτυγχάνω ή ξεχνάω να κάνω κάτι που πρέπει να κάνω
    ⮡  I neglected to mention that…
    Παράλειψα να αναφέρω ότι…
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fail