Δείτε επίσης: χρεoκοπῶ, χρεωκοπώ, χρεωκοπῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χρεοκοπώ < ελληνιστική κοινή χρεoκοπῶ ή χρεωκοπῶ, συνηρημέοι τύποι του χρεοκοπέω / χρεωκοπέω < αρχαία ελληνική χρέος / χρέως + κόπτω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /xɾe.o.koˈpo/

χρεοκοπώ, πρτ.: χρεοκοπούσα, αόρ.: χρεοκόπησα, μτχ.π.π.: χρεοκοπημένος, χωρίς παθητική φωνή

  1. (αμετάβατο) φτάνω στην χρεοκοπία, κηρύσσω πτώχευση
  2. (μεταβατικό) οδηγώ κάποιον στην χρεοκοπία
  3. (αμετάβατο) (μεταφορικά) αποτυγχάνω κατά τρόπο ολοκληρωτικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • χρεωκοπώ (και οι δύο γραφές από την ελληνιστική περίοδο)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία