πτώχευση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πτώχευση θηλυκό
- (νομ.) η γνωστοποίηση και επισημοποίηση της αδυναμία πληρωμής ή εξώφλησης υποχρεώσεων είτε ατόμου, είτε επιχείρησης είτε κράτους, που έχει με τη σειρά της διάφορες νομικές συνέπειες για τον πτωχεύσαντα
- (κατ' επέκταση) η αναπαραδιά
- Παιδιά, εγώ κηρύσσω πτώχευση, πληρώστε εσείς το λογαριασμό (π.χ. του μπαρ)
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πτώχευση