παραθετικά
θετικός bankrupt
συγκριτικός more bankrupt
υπερθετικός most bankrupt

bankrupt (en)

  • χρεοκοπημένος, χρεοκοπώ, είμαι σε κατάσταση χρεοκοπίας
    παράδειγμα  The company is bankrupt and cannot pay its employees.
    Η εταιρεία είναι χρεοκοπημένη και δεν μπορεί να πληρώσει τους εργαζομένους της.
    παράδειγμα  After some bad investments, he ended up bankrupt.
    Μετά από κάποιες κακές επενδύσεις, κατέληξε χρεωκοπημένος.
    παράδειγμα  The businessman was afraid he might go bankrupt after the crisis.
    Ο επιχειρηματίας φοβόταν μήπως χρεοκοπήσει μετά την κρίση.
    παράδειγμα  Many small businesses went bankrupt during the pandemic.
    Πολλές μικρές επιχειρήσεις χρεοκόπησαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
    παράδειγμα  If they keep spending more than they earn, they will go bankrupt.
    Αν συνεχίσουν να ξοδεύουν περισσότερα από όσα κερδίζουν, θα χρεοκοπήσουν.
ενεστώτας bankrupt
γ΄ ενικό ενεστώτα bankrupts
αόριστος bankrupted
παθητική μετοχή bankrupted
ενεργητική μετοχή bankrupting

bankrupt (en) (μεταβατικό)

  • χρεοκοπώ, κάνω κάποιον ή κάτι να χρεοκοπήσει
    παράδειγμα  The company was almost bankrupted by legal costs.
    Η εταιρεία σχεδόν χρεοκόπησε λόγω των νομικών εξόδων
    παράδειγμα  The legal fees almost bankrupted us.
    Τα νομικά έξοδα σχεδόν μας χρέωκοπησαν.