χρεωκοπημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- χρεωκοπημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου χρεωκοπώ
Μετοχή
επεξεργασία
χρεωκοπημένος -η -ο
- (κυριολεκτικά) που έχει χρεωκοπήσει
- ⮡ οι χρεωκοπημένες οικονομίες/ επιχειρήσεις
- (μεταφορικά) που έχει αποτύχει ολοκληρωτικά
- ⮡ η χρεωκοπημένη κυβέρνηση
- ⮡ θύματα των χρεωκοπημένων συστημάτων
- ⮡ οι περισσότεροι ψηφοφόροι προτίμησαν να μην σταυρώσουν χρεωκοπημένους πολιτικούς