Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φαλιρίζω < φαλίρ(ω) + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

φαλιρίζω και φαλίρω, στ.μέλλ.: θα φαλιρίσω, αόρ.: φαλίρισα, μτχ.π.π.: φαλιρισμένος

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία