φαλιρίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαφαλιρίζω και φαλίρω, στ.μέλλ.: θα φαλιρίσω, αόρ.: φαλίρισα, μτχ.π.π.: φαλιρισμένος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φαλιρίζω | φαλίριζα | θα φαλιρίζω | να φαλιρίζω | φαλιρίζοντας | |
β' ενικ. | φαλιρίζεις | φαλίριζες | θα φαλιρίζεις | να φαλιρίζεις | φαλίριζε | |
γ' ενικ. | φαλιρίζει | φαλίριζε | θα φαλιρίζει | να φαλιρίζει | ||
α' πληθ. | φαλιρίζουμε | φαλιρίζαμε | θα φαλιρίζουμε | να φαλιρίζουμε | ||
β' πληθ. | φαλιρίζετε | φαλιρίζατε | θα φαλιρίζετε | να φαλιρίζετε | φαλιρίζετε | |
γ' πληθ. | φαλιρίζουν(ε) | φαλίριζαν φαλιρίζαν(ε) |
θα φαλιρίζουν(ε) | να φαλιρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φαλίρισα | θα φαλιρίσω | να φαλιρίσω | φαλιρίσει | ||
β' ενικ. | φαλίρισες | θα φαλιρίσεις | να φαλιρίσεις | φαλίρισε | ||
γ' ενικ. | φαλίρισε | θα φαλιρίσει | να φαλιρίσει | |||
α' πληθ. | φαλιρίσαμε | θα φαλιρίσουμε | να φαλιρίσουμε | |||
β' πληθ. | φαλιρίσατε | θα φαλιρίσετε | να φαλιρίσετε | φαλιρίστε | ||
γ' πληθ. | φαλίρισαν φαλιρίσαν(ε) |
θα φαλιρίσουν(ε) | να φαλιρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω φαλιρίσει | είχα φαλιρίσει | θα έχω φαλιρίσει | να έχω φαλιρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις φαλιρίσει | είχες φαλιρίσει | θα έχεις φαλιρίσει | να έχεις φαλιρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει φαλιρίσει | είχε φαλιρίσει | θα έχει φαλιρίσει | να έχει φαλιρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε φαλιρίσει | είχαμε φαλιρίσει | θα έχουμε φαλιρίσει | να έχουμε φαλιρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε φαλιρίσει | είχατε φαλιρίσει | θα έχετε φαλιρίσει | να έχετε φαλιρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν φαλιρίσει | είχαν φαλιρίσει | θα έχουν φαλιρίσει | να έχουν φαλιρίσει |
|