Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φαλίρισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
φαλίρισμα
τα
φαλιρίσμα
τ
α
γενική
του
φαλιρίσμα
τ
ος
των
φαλιρισμά
τ
ων
αιτιατική
το
φαλίρισμα
τα
φαλιρίσμα
τ
α
κλητική
φαλίρισμα
φαλιρίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
φαλίρισμα
<
φαλιρίζω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
φαλίρισμα
ουδέτερο
(
οικείο
) η
χρεωκοπία
, η
πτώχευση
, το
φαλιμέντο
Συγγενικά
επεξεργασία
φαλιρημένος
φαλίρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φαλίρισμα
γαλλικά
:
banqueroute
(fr)
,
faillite
(fr)
→
δείτε
τις λέξεις
χρεωκοπία
και
πτώχευση