φαλιμέντο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φαλιμέντο < ιταλική fallimento < fallire + -mento
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφαλιμέντο ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) η χρεωκοπία, η πτώχευση
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη φαλιρίζω