Ετυμολογία

επεξεργασία
go bankrupt < → δείτε τις λέξεις go και bankrupt

  Έκφραση

επεξεργασία

go bankrupt (en)

  • go bankrupt - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 697-699. ISBN 9780194325684. , λήμμα: πέφτω