Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φαλιρισμένος η φαλιρισμένη το φαλιρισμένο
      γενική του φαλιρισμένου της φαλιρισμένης του φαλιρισμένου
    αιτιατική τον φαλιρισμένο τη φαλιρισμένη το φαλιρισμένο
     κλητική φαλιρισμένε φαλιρισμένη φαλιρισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φαλιρισμένοι οι φαλιρισμένες τα φαλιρισμένα
      γενική των φαλιρισμένων των φαλιρισμένων των φαλιρισμένων
    αιτιατική τους φαλιρισμένους τις φαλιρισμένες τα φαλιρισμένα
     κλητική φαλιρισμένοι φαλιρισμένες φαλιρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φαλιρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου φαλιρίζω και φαλίρω

  Μετοχή επεξεργασία

φαλιρισμένος, -η, -ο


Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία