φαλιρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φαλιρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου φαλιρίζω και φαλίρω
Μετοχή
επεξεργασίαφαλιρισμένος, -η, -ο
- που έχει φαλιρίσει, που έχει καταστραφεί οικονομικά, που έχει κηρύξει πτώχευση
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φαλιρισμένος
|