Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μπατιρημένος η μπατιρημένη το μπατιρημένο
      γενική του μπατιρημένου της μπατιρημένης του μπατιρημένου
    αιτιατική τον μπατιρημένο την μπατιρημένη το μπατιρημένο
     κλητική μπατιρημένε μπατιρημένη μπατιρημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μπατιρημένοι οι μπατιρημένες τα μπατιρημένα
      γενική των μπατιρημένων των μπατιρημένων των μπατιρημένων
    αιτιατική τους μπατιρημένους τις μπατιρημένες τα μπατιρημένα
     κλητική μπατιρημένοι μπατιρημένες μπατιρημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπατιρημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μπατιρίζω

  Μετοχή επεξεργασία

μπατιρημένος, -η, -ο και μπατιρισμένος


Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία