μπατιρημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπατιρημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μπατιρίζω
Μετοχή επεξεργασία
μπατιρημένος, -η, -ο και μπατιρισμένος
- που έχει μπατιρίσει, που έχει καταστραφεί οικονομικά
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπατιρημένος
|