• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

μπατίρης

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συγγενικά
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπατίρης οι μπατίρηδες
      γενική του μπατίρη των μπατίρηδων
    αιτιατική τον μπατίρη τους μπατίρηδες
     κλητική μπατίρη μπατίρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
μπατίρης < μπατίρω ή μπατιρίζω < τουρκική batırmak (αναδρομικός σχηματισμός)

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /baˈti.ɾis/

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μπατίρης αρσενικό (θηλυκό: μπατίρισσα)

  • αδέκαρος, πολύ φτωχός, οικονομικά κατεστραμμένος

Συγγενικά

επεξεργασία
  • μπατιράκι
  • μπατιρημένος
  • μπατιρίζω και μπατίρω

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    μπατίρης
  • γαλλικά : fauché (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=μπατίρης&oldid=7109527"
Τελευταία επεξεργασία στις 11 Μαΐου 2025, στις 14:15

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 11 Μαΐου 2025, στις 14:15.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας