μπατίρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπατίρης < μπατίρω ή μπατιρίζω < τουρκική batırmak (αναδρομικός σχηματισμός)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμπατίρης αρσενικό (θηλυκό: μπατίρισσα)
- αδέκαρος, πολύ φτωχός, οικονομικά κατεστραμμένος