χρεοκοπία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- χρεοκοπία < 1. (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χρεοκοπία, 2. στη σημασία: πλήρης αποτυχία ((σημασιολογικό δάνειο) ιταλική bancarotta)[1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /xɾe.o.koˈpi.a/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
χρεοκοπία θηλυκό
- η αδυναμία κάποιου να πληρώσει τα χρέη του
- ≈ συνώνυμα: πτώχευση, φαλίρισμα, φαλιμέντο, αφερεγγυότητα
- ※ Η τρίτη χρεοκοπία είναι η πλέον γνωστή, από τη δραματική δήλωση του Χαρίλαου Τρικούπη «Δυστυχώς, επτωχεύσαμεν». (Γιώργος Ρωμαίος, Η Ελλάδα των δανείων και των χρεοκοπιών, εκδ. Πατάκης, 2016)
- (μεταφορικά) η πλήρης αποτυχία
Άλλες μορφές
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χρεοκοπία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ χρεοκοπία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας