χρεωκοπία
(Ανακατεύθυνση από χρεοκοπία)
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χρεωκοπία < (ελληνιστική κοινή)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /xɾe.o.koˈpi.a/
Ουσιαστικό επεξεργασία
χρεωκοπία θηλυκό
- η αδυναμία κάποιου να πληρώσει τα χρέη του
- (μεταφορικά) η πλήρης αποτυχία
- η χρεωκοπία του πολιτικού συστήματος
Μεταφράσεις επεξεργασία
χρεωκοπία