exclusif
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | exclusif | exclusifs |
θηλυκό | exclusive | exclusives |
Επίθετο
επεξεργασίαexclusif (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | exclusif | exclusifs |
θηλυκό | exclusive | exclusives |
exclusif (fr)