τριβέλι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τριβέλι | τα | τριβέλια |
γενική | του | τριβελιού | των | τριβελιών |
αιτιατική | το | τριβέλι | τα | τριβέλια |
κλητική | τριβέλι | τριβέλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- τριβέλι < μεσαιωνική ελληνική τριβέλλιον < μεσαιωνική λατινική terebellum < terebra < tero < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *terh₁-
Ουσιαστικό
επεξεργασίατριβέλι ουδέτερο
- (παρωχημένο) τρυπάνι
- (παρωχημένο, ειδικότερα) αρίδα[1]
- (μεταφορικά) κάτι διαπεραστικό ή δυνατό (όπως πόνος, ιδέα κ.τ.π.)
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τριβέλι
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- τριβέλι < (άμεσο δάνειο) ιταλική trivelli (< πληθυντικός του trivello)
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τριβέλι | ||
γενική | του | τριβελιού | ||
αιτιατική | το | τριβέλι | ||
κλητική | τριβέλι | |||
Η κατάληξη -ιού προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίατριβέλι ουδέτερο, μόνο στον ενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Χαρά Παπαδάτου-Γιαννοπούλου, Λεξικό ιδιωματικών οικοδομικών όρων της Λευκάδας (Λευκάδα, 2014).