Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τριβελίζω < τριβέλ(ι) + -ίζω[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /tɾi.veˈli.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρι‐βε‐λί‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

τριβελίζω, αόρ.: τριβέλισα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (παρωχημένο) ανοίγω τρύπες με τρυπάνι (τριβέλι)
  2. (μεταφορικά) βασανίζω, ταλαιπωρώ, γυροφέρνω στο μυαλό όπως το τριβέλι
    ※  [...]ένα διαβολικό σφύριγμα του τριβέλιζε τ' αυτιά.
    Μ. Καραγάτσης, Γιούγκερμαν, 1938-1941

Παράγωγα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία