γυροφέρνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
γυροφέρνω
- περιφέρομαι γύρω από
- προσπαθώ να πλησιάσω κάποιον με συγκεκριμένο σκοπό
- Πολύ τη γυροφέρνεις την κοπέλα τελευταία. Τι ἐχεις κατά νου;
- (μεταφορικά)
- Η ιδέα της απόσυρσης του παλιού μου αυτοκινήτου γυροφέρνει στο μυαλό μου