ενεστώτας linger
γ΄ ενικό ενεστώτα lingers
αόριστος lingered
παθητική μετοχή lingered
ενεργητική μετοχή lingering

linger (en)

  1. (αμετάβατο) κρατάω λίγο, συνεχίζει να υπάρχει για περισσότερο χρόνο από το αναμενόμενο
    ⮡  The custom still lingers on, it has not died out completely.
    Το έθιμο κρατάει λίγο ακόμη, δεν έχει σβήσει εντελώς.
  2. (αμετάβατο) χασομερώ, γυροφέρνω, παραμένω, παρατείνω, μένω κάπου επί πολύ χρόνο γιατί δεν θέλω να φύγω· ξοδεύω πολύ χρόνο κάνοντας κάτι
    ⮡  He lingered at the cafe in hope of…
    Χασομέρησε λίγο στο καφενείο με την ελπίδα ότι…
    ⮡  Why is lingering around our house?
    Γιατί γυροφέρνει αυτός το σπίτι μας;
    ⮡  The other guests had left but he lingered behind.
    Οι άλλοι καλεσμένοι είχαν φύγει αλλά αυτός παρέμεινε πίσω.
    ⮡  We lingered over a meal (for pleasure).
    Παρατείναμε ένα γεύμα (για ευχαρίστηση).
    ⮡  He continued to linger after everyone else had left.
    Εξακολούθησε να μένει κι όταν οι άλλοι όλοι είχαν φύγει.
    ⮡  We lingered in the park until it was dark.
    Μείναμε στο πάρκο ώσπου νύχτωσε.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη loiter
  3. (αμετάβατο) γυροφέρνω, παραμένω, δεν ξεκολλώ τα μάτια από κάτι, συνεχίζω να κοιτάζω κάποιον ή κάτι ή να σκέφτομαι κάτι για περισσότερο από το συνηθισμένο
    ⮡  His mind lingered on recent events.
    Γυρόφερε στο μυαλό του τα τελευταία γεγονότα.
    ⮡  A doubt still lingered in his mind.
    Παρέμεινε ακόμα μια αμφιβολία στο μυαλό του.
    ⮡  His eyes lingered on the coffin.
    Τα μάτια του δεν ξεκολλούσαν από το φέρετρο.
  4. (αμετάβατο) κάνω λίγο χρόνο για να πεθάνω, μένω ζωντανός αλλά γίνομαι πιο αδύναμος
    ⮡  The dying man lingered (on) for months.
    Ο ετοιμοθάνατος έκανε μήνες να πεθάνει.