χασομερώ
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- χασομερώ < χασομέρι
ΡήμαΕπεξεργασία
χασομερώ και χασομεράω
- (αμετάβατο) περνάω το χρόνο μου χωρίς να κάνω τίποτε το ουσιαστικό
- (αμετάβατο) χρονοτριβώ, κάνω πολύ αργά αυτό που έχω να κάνω
- (μεταβατικό) κάνω κάποιον να χασομερήσει