τρυπάνι
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τρυπάνι | τα | τρυπάνια |
γενική | του | τρυπανιού | των | τρυπανιών |
αιτιατική | το | τρυπάνι | τα | τρυπάνια |
κλητική | τρυπάνι | τρυπάνια | ||
όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- τρυπάνι < ελληνιστική κοινή τρυπάνι < αρχαία ελληνική τρύπανον
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /tɾi.ˈpa.ni/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
τρυπάνι ουδέτερο