τρύπανον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | τρύπανον | τὰ | τρύπανᾰ |
γενική | τοῦ | τρυπάνου | τῶν | τρυπάνων |
δοτική | τῷ | τρυπάνῳ | τοῖς | τρυπάνοις |
αιτιατική | τὸ | τρύπανον | τὰ | τρύπανᾰ |
κλητική ὦ! | τρύπανον | τρύπανᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τρυπάνω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | τρυπάνοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατρύπανον ουδέτερο
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη τρυπάω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ s.v. τρυπάνι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- τρύπανον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τρύπανον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.