↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ τρύπανον τὰ τρύπαν
      γενική τοῦ τρυπάνου τῶν τρυπάνων
      δοτική τῷ τρυπάν τοῖς τρυπάνοις
    αιτιατική τὸ τρύπανον τὰ τρύπαν
     κλητική ! τρύπανον τρύπαν
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τρυπάνω
γεν-δοτ τοῖν  τρυπάνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τρύπανον < τρυπῶ / τρυπ(άω) + -ανον [1]
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: τρύπανο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τρύπανον ουδέτερο

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. s.v. τρυπάνι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.