Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τρυπάνισμα τα τρυπανίσματα
      γενική του τρυπανίσματος των τρυπανισμάτων
    αιτιατική το τρυπάνισμα τα τρυπανίσματα
     κλητική τρυπάνισμα τρυπανίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρυπάνισμα < τρυπανίζω, τρυπανισ- + -μα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /tɾiˈpa.ni.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρυ‐πά‐νι‐σμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τρυπάνισμα ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • τρυπάνισμαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)