drill
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
drill | drills |
drill (en)
- το τρυπάνι
- ⮡ I opened a hole in the wall with a drill.
- Άνοιξα μια τρύπα στον τοίχο με το τρυπάνι.
- ⮡ I opened a hole in the wall with a drill.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η άσκηση, η εκπαίδευση σε κάτι μέσω της επαναλαμβανόμενης πρακτικής εξάσκησης
- ⮡ pronunciation drills - ασκήσεις προφοράς
- ⮡ shooting drills - ασκήσεις σκοποβολής
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η άσκηση ετοιμότητας, πχ για την περίπτωση πυρκαγιάς
- ⮡ They conducted a mock drill to prepare for emergencies.
- Έκαναν μια εικονική άσκηση για να προετοιμαστούν για έκτακτες ανάγκες.
- ⮡ They conducted a mock drill to prepare for emergencies.
- (μη μετρήσιμο) τα γυμνάσια, οι στρατιωτικές ασκήσεις
- ⮡ The soldiers are at drill.
- Οι στρατιώτες είναι σε γυμνάσια.
- ⮡ The soldiers are at drill.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | drill |
γ΄ ενικό ενεστώτα | drills |
αόριστος | drilled |
παθητική μετοχή | drilled |
ενεργητική μετοχή | drilling |
drill (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) τρυπώ, κάνω τρύπα με τρυπάνι
- ⮡ They drilled through the mountain so the train could go pass.
- Τρύπησαν το βουνό για να περάσει το τρένο.
- ⮡ Metal is not easily drilled.
- Το μέταλλο δεν τρυπιέται εύκολα.
- ⮡ They drilled through the mountain so the train could go pass.
- (αμετάβατο) κάνω γεώτρηση
- ⮡ They’re drilling to find oil.
- Κάνουν γεώτρηση για την ανεύρεση πετρελαίου.
- ⮡ They’re drilling to find oil.
- εκπαιδεύω κάποιον σε κάτι μέσω της επαναλαμβανόμενης πρακτικής εξάσκησης
- εκπαιδεύω στρατιώτες, πχ στη χρήση όπλων