Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
drill drills

drill (en)

  1. το τρυπάνι
    ⮡  I opened a hole in the wall with a drill.
    Άνοιξα μια τρύπα στον τοίχο με το τρυπάνι.
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η άσκηση, η εκπαίδευση σε κάτι μέσω της επαναλαμβανόμενης πρακτικής εξάσκησης
    ⮡  pronunciation drills - ασκήσεις προφοράς
    ⮡  shooting drills - ασκήσεις σκοποβολής
  3. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η άσκηση ετοιμότητας, πχ για την περίπτωση πυρκαγιάς
    ⮡  They conducted a mock drill to prepare for emergencies.
    Έκαναν μια εικονική άσκηση για να προετοιμαστούν για έκτακτες ανάγκες.
  4. (μη μετρήσιμο) τα γυμνάσια, οι στρατιωτικές ασκήσεις
    ⮡  The soldiers are at drill.
    Οι στρατιώτες είναι σε γυμνάσια.
ενεστώτας drill
γ΄ ενικό ενεστώτα drills
αόριστος drilled
παθητική μετοχή drilled
ενεργητική μετοχή drilling

drill (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) τρυπώ, κάνω τρύπα με τρυπάνι
    ⮡  They drilled through the mountain so the train could go pass.
    Τρύπησαν το βουνό για να περάσει το τρένο.
    ⮡  Metal is not easily drilled.
    Το μέταλλο δεν τρυπιέται εύκολα.
  2. (αμετάβατο) κάνω γεώτρηση
    ⮡  They’re drilling to find oil.
    Κάνουν γεώτρηση για την ανεύρεση πετρελαίου.
  3. εκπαιδεύω κάποιον σε κάτι μέσω της επαναλαμβανόμενης πρακτικής εξάσκησης
    • εκπαιδεύω στρατιώτες, πχ στη χρήση όπλων

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία