γεώτρηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γεώτρηση | οι | γεωτρήσεις |
γενική | της | γεώτρησης* | των | γεωτρήσεων |
αιτιατική | τη | γεώτρηση | τις | γεωτρήσεις |
κλητική | γεώτρηση | γεωτρήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, γεωτρήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γεώτρηση < γεω- + αρχαία ελληνική τρῆσις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγεώτρηση θηλυκό
- η ενέργεια με την οποία "τρυπώντας" τη γη, δημιουργούμε ένα κατακόρυφο - με πιθανή πλάγια ή και οριζόντια κατάληξη - στενό και μεγάλου βάθους άνοιγμα με σκοπό να εντοπίσουμε και να παράγουμε υπόγεια κοιτάσματα νερού, φυσικού αερίου ή πετρελαίου
- ο τόπος όπου έχουμε δημιουργήσει αυτό το άνοιγμα