τριβέλισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τριβέλισμα < τριβελίζω + -μα < τριβέλι < μεσαιωνική ελληνική τριβέλλιον < μεσαιωνική λατινική terebellum < terebra < tero < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *terh₁-
Ουσιαστικό
επεξεργασίατριβέλισμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του τριβελίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία τριβέλισμα