Δείτε επίσης: ἀρίδα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρίδα οι αρίδες
      γενική της αρίδας των αρίδων
    αιτιατική την αρίδα τις αρίδες
     κλητική αρίδα αρίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρίδα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀρίδα < αρχαία ελληνική ἀρίς από την αιτιατική ἀρίδα (χειρουργικό τρύπανι). [1][2] Η σημασία «πόδι» εξαιτίας του σχήματος του εργαλείου. [3]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈɾi.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ρί‐δα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρίδα θηλυκό

  1. (εργαλείο) είδος τρυπανιού (όπως για ξυλουργικές εργασίες, γεωτρήσεις)
    υποκοριστικό: αριδάκι
  2. (μεταφορικά, οικείο) το πόδι
     συνώνυμα: κανί
    εκφράσεις: απλώνω την αρίδα μου

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. αρίδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. αρίδαΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.