απλώνω την αρίδα μου
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Έκφραση επεξεργασία
- τεμπελιάζω, ξαπλώνω και αναπαύομαι
- ※ Θα συμφωνήσετε οπωσδήποτε ότι αποτελεί κακό προηγούμενο. Θα αρχίσουνε όλοι να πηγαίνουν εκεί, ν’ απλώνουν την αρίδα τους και να παίρνουν τζάμπα λεφτά. (Φίοντορ Ντοστογιέφσκι, Ο κροκόδειλος)
Μεταφράσεις επεξεργασία
απλώνω την αρίδα μου
|