Ετυμολογία

επεξεργασία
δυφιακά < δυφιακός < δυφίο

  Επίρρημα

επεξεργασία

δυφιακά

  • (πληροφορική) με τρόπο που συσχετίζεται με δυφία
    χρησιμοποιείται ως προσδιοριστικό συνθετικό σε όρους όπως: δυφιακά απεικονιζόμενος, δυφιακά δομημένος κ.ά.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία