δυφιακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δυφιακός | η | δυφιακή | το | δυφιακό |
γενική | του | δυφιακού | της | δυφιακής | του | δυφιακού |
αιτιατική | τον | δυφιακό | τη | δυφιακή | το | δυφιακό |
κλητική | δυφιακέ | δυφιακή | δυφιακό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δυφιακοί | οι | δυφιακές | τα | δυφιακά |
γενική | των | δυφιακών | των | δυφιακών | των | δυφιακών |
αιτιατική | τους | δυφιακούς | τις | δυφιακές | τα | δυφιακά |
κλητική | δυφιακοί | δυφιακές | δυφιακά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δυφιακός < δυφ(ίο) (μετάφραση της αγγλικής bit) + -ιακός, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική bit (επίθετο)
Επίθετο
επεξεργασίαδυφιακός
- (πληροφορική) που έχει σχέση με δυφίο ή δυφία, που αφορά δυφίο ή δυφία
- δυφιακό σφάλμα, δυφιακός ρυθμός (δυφιορρυθμός), δυφιακό διάστημα, δυφιακό σήμα κ.ά.