Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διψήφιος η διψήφια το διψήφιο
      γενική του διψήφιου της διψήφιας του διψήφιου
    αιτιατική τον διψήφιο τη διψήφια το διψήφιο
     κλητική διψήφιε διψήφια διψήφιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διψήφιοι οι διψήφιες τα διψήφια
      γενική των διψήφιων των διψήφιων των διψήφιων
    αιτιατική τους διψήφιους τις διψήφιες τα διψήφια
     κλητική διψήφιοι διψήφιες διψήφια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διψήφιος < δι- + -ψήφιος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ðiˈpsi.fi.os/ αρσενικό
ΔΦΑ : /ðiˈpsi.fi.a/ θηλυκό
ΔΦΑ : /ðiˈpsi.fi.o/ ουδέτερο

  Επίθετο επεξεργασία

διψήφιος, -α, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία