πολυψήφιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /o.ktaˈpsi.fi.os/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /o.ktaˈpsi.fi.a/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /o.ktaˈpsi.fi.o/ ουδέτερο
Επίθετο
επεξεργασίαπολυψήφιος, -α, -ο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πολυψήφιος
|