ψηφιοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /psi.fi.o.piˈo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψη‐φι‐ο‐ποι‐ώ
Ρήμα
επεξεργασίαψηφιοποιώ, αόρ.: ψηφιοποίησα, παθ.φωνή: ψηφιοποιούμαι, π.αόρ.: ψηφιοποιήθηκα, μτχ.π.π.: ψηφιοποιημένος
- δίνω σε κάτι ψηφιακή μορφή, το μετατρέπω σε ψηφιακό
- ※ Το Βατικανό πήρε την απόφαση να ψηφιοποιήσει και να διαθέσει διαδικτυακά το περιεχόμενο της περίφημης Βιβλιοθήκης του, η οποία περιλαμβάνει σπάνια χειρόγραφα ανεκτίμητης αξίας. (@nafemporiki.gr)
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις ψηφίο και ποιώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ψηφιοποιώ | ψηφιοποιούσα | θα ψηφιοποιώ | να ψηφιοποιώ | ψηφιοποιώντας | |
β' ενικ. | ψηφιοποιείς | ψηφιοποιούσες | θα ψηφιοποιείς | να ψηφιοποιείς | ||
γ' ενικ. | ψηφιοποιεί | ψηφιοποιούσε | θα ψηφιοποιεί | να ψηφιοποιεί | ||
α' πληθ. | ψηφιοποιούμε | ψηφιοποιούσαμε | θα ψηφιοποιούμε | να ψηφιοποιούμε | ||
β' πληθ. | ψηφιοποιείτε | ψηφιοποιούσατε | θα ψηφιοποιείτε | να ψηφιοποιείτε | ψηφιοποιείτε | |
γ' πληθ. | ψηφιοποιούν(ε) | ψηφιοποιούσαν(ε) | θα ψηφιοποιούν(ε) | να ψηφιοποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ψηφιοποίησα | θα ψηφιοποιήσω | να ψηφιοποιήσω | ψηφιοποιήσει | ||
β' ενικ. | ψηφιοποίησες | θα ψηφιοποιήσεις | να ψηφιοποιήσεις | ψηφιοποίησε | ||
γ' ενικ. | ψηφιοποίησε | θα ψηφιοποιήσει | να ψηφιοποιήσει | |||
α' πληθ. | ψηφιοποιήσαμε | θα ψηφιοποιήσουμε | να ψηφιοποιήσουμε | |||
β' πληθ. | ψηφιοποιήσατε | θα ψηφιοποιήσετε | να ψηφιοποιήσετε | ψηφιοποιήστε | ||
γ' πληθ. | ψηφιοποίησαν ψηφιοποιήσαν(ε) |
θα ψηφιοποιήσουν(ε) | να ψηφιοποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ψηφιοποιήσει | είχα ψηφιοποιήσει | θα έχω ψηφιοποιήσει | να έχω ψηφιοποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ψηφιοποιήσει | είχες ψηφιοποιήσει | θα έχεις ψηφιοποιήσει | να έχεις ψηφιοποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ψηφιοποιήσει | είχε ψηφιοποιήσει | θα έχει ψηφιοποιήσει | να έχει ψηφιοποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ψηφιοποιήσει | είχαμε ψηφιοποιήσει | θα έχουμε ψηφιοποιήσει | να έχουμε ψηφιοποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ψηφιοποιήσει | είχατε ψηφιοποιήσει | θα έχετε ψηφιοποιήσει | να έχετε ψηφιοποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ψηφιοποιήσει | είχαν ψηφιοποιήσει | θα έχουν ψηφιοποιήσει | να έχουν ψηφιοποιήσει |
|
Παθητική φωνή → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ψηφιοποιώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)