Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψηφιοσκόπιο τα ψηφιοσκόπια
      γενική του ψηφιοσκόπιου
ψηφιοσκοπίου
των ψηφιοσκόπιων
ψηφιοσκοπίων
    αιτιατική το ψηφιοσκόπιο τα ψηφιοσκόπια
     κλητική ψηφιοσκόπιο ψηφιοσκόπια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψηφιοσκόπιο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψηφιοσκόπιο ουδέτερο

  • όργανο που εξετάζει και ψηφιοποιεί κάτι

  Μεταφράσεις επεξεργασία