Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πεντηκοστός η πεντηκοστή το πεντηκοστό
      γενική του πεντηκοστού της πεντηκοστής του πεντηκοστού
    αιτιατική τον πεντηκοστό την πεντηκοστή το πεντηκοστό
     κλητική πεντηκοστέ πεντηκοστή πεντηκοστό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πεντηκοστοί οι πεντηκοστές τα πεντηκοστά
      γενική των πεντηκοστών των πεντηκοστών των πεντηκοστών
    αιτιατική τους πεντηκοστούς τις πεντηκοστές τα πεντηκοστά
     κλητική πεντηκοστοί πεντηκοστές πεντηκοστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πεντηκοστός < λείπει η ετυμολογία

  Αριθμητικό επεξεργασία

πεντηκοστός, -ή, -ό

  1. που κατέχει τη θέση με τον αριθμό πενήντα σε μια σειρά
  2. ο ένας από τους πενήντα ίσους όρους ενός συνόλου

  Μεταφράσεις επεξεργασία