↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πενηντάχρονος η πενηντάχρονη το πενηντάχρονο
      γενική του πενηντάχρονου της πενηντάχρονης του πενηντάχρονου
    αιτιατική τον πενηντάχρονο την πενηντάχρονη το πενηντάχρονο
     κλητική πενηντάχρονε πενηντάχρονη πενηντάχρονο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πενηντάχρονοι οι πενηντάχρονες τα πενηντάχρονα
      γενική των πενηντάχρονων των πενηντάχρονων των πενηντάχρονων
    αιτιατική τους πενηντάχρονους τις πενηντάχρονες τα πενηντάχρονα
     κλητική πενηντάχρονοι πενηντάχρονες πενηντάχρονα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πενηντάχρονος < πενήντα + -χρονος

  Επίθετο

επεξεργασία

πενηντάχρονος, -η, -ο

  1. με διάρκεια 50 χρόνων
  2. με ηλικία 50 ετών

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

δεκάχρονος εικοσάχρονος τριαντάχρονος σαραντάχρονος πενηντάχρονος εξηντάχρονος εβδομηντάχρονος ογδοντάχρονος ενενηντάχρονος εκατοντάχρονος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία