πενηντάρης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πενηντάρης αρσενικό (θηλυκό πενηντάρα)
- που έχει περίπου πενήντα χρόνια
- που έχει κύριο χαρακτηριστικό τα πενήντα
- ※ Στο ισόγειο δέσποζε ένα χομ σίνεμα με μια πενηντάρα τηλεόραση, για να μην πούμε για το τραπέζι του μπιλιάρδου και τη θερμαινόμενη πισίνα στον κήπο. (απόσπασμα βιβλίου, ανακτήθηκε 16/4/2022 [1])
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
δεκάρης εικοσάρης τριαντάρης σαραντάρης πενηντάρης εξηντάρης εβδομηντάρης ογδοντάρης ενενηντάρης κατοστάρης / εκατοστάρης
Μεταφράσεις επεξεργασία
πενηντάρης
|