πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δεκάρης η δεκάρα το δεκάρικο
      γενική του δεκάρη της δεκάρας του δεκάρικου
    αιτιατική τον δεκάρη τη δεκάρα το δεκάρικο
     κλητική δεκάρη δεκάρα δεκάρικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δεκάρηδες οι δεκάρες τα δεκάρικα
      γενική των δεκάρηδων των δεκάρικων
    αιτιατική τους δεκάρηδες τις δεκάρες τα δεκάρικα
     κλητική δεκάρηδες δεκάρες δεκάρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
δεκάρης < δέκ(α) + -άρης