↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εξηντάρης οι εξηντάρηδες
      γενική του εξηντάρη των εξηντάρηδων
    αιτιατική τον εξηντάρη τους εξηντάρηδες
     κλητική εξηντάρη εξηντάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εξηντάρης < εξήντ(α) + -άρης[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.ksinˈda.ɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ξη‐ντά‐ρης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εξηντάρης αρσενικό (θηλυκό εξηντάρα)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

δεκάρης εικοσάρης τριαντάρης σαραντάρης πενηντάρης εξηντάρης εβδομηντάρης ογδοντάρης ενενηντάρης κατοστάρης / εκατοστάρης

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία