πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εξηντάρης οι εξηντάρηδες
      γενική του εξηντάρη των εξηντάρηδων
    αιτιατική τον εξηντάρη τους εξηντάρηδες
     κλητική εξηντάρη εξηντάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
εξηντάρης < εξήντ(α) + -άρης[1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία