Δείτε επίσης: εξηντάρι

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.ksinˈda.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ξη‐ντά‐ρη
ομόηχο: εξηντάρι

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

εξηντάρη αρσενικό