εξηντάρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εξηντάρα | οι | εξηντάρες |
γενική | της | εξηντάρας | — | |
αιτιατική | την | εξηντάρα | τις | εξηντάρες |
κλητική | εξηντάρα | εξηντάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
εξηντάρα θηλυκό
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εξηντάρα
|