εκατοστάρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκατοστάρης < εκατοστάρι + -ης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεκατοστάρης αρσενικό
- (αθλητισμός) άλλη μορφή του κατοστάρης
Συγγενικά
επεξεργασίαδεκάρης εικοσάρης τριαντάρης σαραντάρης πενηντάρης εξηντάρης εβδομηντάρης ογδοντάρης ενενηντάρης κατοστάρης / εκατοστάρης
Μεταφράσεις
επεξεργασία εκατοστάρης
|