εκατοστάρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- εκατοστάρης < εκατοστάρι + -ης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εκατοστάρης αρσενικό
- (αθλητισμός) άλλη μορφή του κατοστάρης
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εκατοστάρης
|