δεκάρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δεκάρα | οι | δεκάρες |
γενική | της | δεκάρας | των | δεκαρών |
αιτιατική | τη | δεκάρα | τις | δεκάρες |
κλητική | δεκάρα | δεκάρες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδεκάρα θηλυκό
- κέρμα αξίας δέκα λεπτών νομίσματος (ευρώ, δολλαρίου, δραχμής κτλ.)
- (ειρωνικό) ευτελές χρηματικό ποσό
Εκφράσεις
επεξεργασία- δε δίνω δεκάρα (τσακιστή): δεν με απασχολεί καθόλου κάτι, δεν πρόκειται να δείξω ενδιαφέρον
- μαζεύω δεκάρα δεκάρα: για την πολύχρονη και κοπιαστική συγκέντρωση ενός χρηματικού ποσού
- γνωρίζω (κάποιον) σαν κάλπικη δεκάρα
Δείτε επίσης
επεξεργασίανομίσματα: