Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δεκάρα οι δεκάρες
      γενική της δεκάρας των δεκαρών
    αιτιατική τη δεκάρα τις δεκάρες
     κλητική δεκάρα δεκάρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δεκάρα < δέκα + -άρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δεκάρα θηλυκό

  1. κέρμα αξίας δέκα λεπτών νομίσματος (ευρώ, δολλαρίου, δραχμής κτλ.)
  2. (ειρωνικό) ευτελές χρηματικό ποσό

Εκφράσεις επεξεργασία

  • δε δίνω δεκάρα (τσακιστή): δεν με απασχολεί καθόλου κάτι, δεν πρόκειται να δείξω ενδιαφέρον
  • μαζεύω δεκάρα δεκάρα: για την πολύχρονη και κοπιαστική συγκέντρωση ενός χρηματικού ποσού
  • γνωρίζω (κάποιον) σαν κάλπικη δεκάρα

Δείτε επίσης επεξεργασία

νομίσματα:

  Μεταφράσεις επεξεργασία