Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

πενηντάρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πενηντάρα θηλυκό

  1. αυτή που έχει ηλικία 50 ετών
     συνώνυμα: πενηντάχρονη, πεντηκονταετής, πεντηκοντούτις
  2. (λαϊκότροπο) ένα σύνολο 50 μονάδων από κάποιο νόμισμα
    έσκασα μια πενηντάρα γι' αυτό το αυτοκίνητο (ενν. 50.000 ευρώ)