Δείτε επίσης: πεντηκοντοῦτις, πεντηκοντούτης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πεντηκοντούτις < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πεντηκοντοῦτις < επίθετο πεντηκοντούτης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πεντηκοντούτις θηλυκό (αρσενικό πεντηκοντούτης)

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία